ταπεινώνω

ταπεινώνω
ταπείνωσα, ταπεινώθηκα, ταπεινωμένος
1. φέρνω κάτι σε χαμηλότερη θέση, το χαμηλώνω.
2. εξευτελίζω, ρίχνω την περηφάνια κάποιου: Ταπεινώθηκε ο εχθρικός στρατός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταπεινώνω — ταπεινώνω, ταπείνωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ταπεινώνω — ταπεινῶ, όω, ΝΜΑ [ταπεινός] μτφ. μειώνω κάποιον, θίγω την υπερηφάνειά του, τόν εξευτελίζω νεοελλ. μέσ. ταπεινώνομαι μειώνεται η υπόληψά μου μσν. αρχ. 1. καθιστώ κάποιον μετριοπαθή, μετριόφρονα («ὅστις ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοταπεινώνομαι — ταπεινώνομαι από κάποιον και τού ανταποδίδω την ταπείνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + ταπεινώνω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • αμαλδύνω — ἀμαλδύνω (Α) (επική και ιωνική λέξη) 1. μαλακώνω, απαλύνω, μετριάζω 2. συντρίβω, αφανίζω, καταστρέφω 3. θέτω τέρμα σε κάτι 4. ταπεινώνω, υποβιβάζω 5. σπαταλώ, καταξοδεύω 6. παραμελώ, μεταχειρίζομαι άσχημα 7. αποκρύπτω, αλλοιώνω, κάνω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • γκρεμίζω — και γκρεμνίζω (AM κρημνίζω) [κρημνός] ρίχνω κάποιον από γκρεμό, από ψηλό σημείο κάτω μσν. νεοελλ. 1. οδηγώ κάποιον σε ηθική κατάπτωση 2. πέφτω νεοελλ. Ι. 1. ρίχνω κάποιον στη δυστυχία 2. (για μονάρχη) εκθρονίζω, ανατρέπω 3. ταπεινώνω 4.… …   Dictionary of Greek

  • δουλώνω — (AM δουλῶ, όω) υποδουλώνω, υποτάσσω, σκλαβώνω μσν. νεοελλ. (για ακίνητα) υποθηκεύω νεοελλ. κάνω κάποιον υποχείριο, υποτελή μσν. 1. (για γυναίκα) υποτάσσομαι στον άντρα 2. υπηρετώ, δουλεύω σε κάποιον αρχ. καταβάλλω, δεσμεύω, ταπεινώνω …   Dictionary of Greek

  • επικόπτω — ἐπικόπτω (Α) [κόπτω] 1. χτυπώ πάνω σε κάτι για να τό σκοτώσω, σκοτώνω με χτύπημα («πέλεκυν... ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο, βοῡν ἐπικόψων», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω δέντρα, κόβω τις κορυφές 3. (για θάμνους) κόβω για να καθαρίσω το έδαφος 4. κόβω,… …   Dictionary of Greek

  • ευτελίζω — εὐτελίζω (ΑΜ) [ευτελής] παριστάνω κάτι ως ευτελές, καταφρονώ, εξευτελίζω, ταπεινώνω …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • κάρφω — (Α) 1. ξεραίνω, μαραίνω, κάνω κάτι να ζαρώσει («ἠέλιος χρόα κάρφει», Ησίοδ.) 2. ταπεινώνω κάποιον («σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίζεται με τη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)krb(h) τής ΙΕ ρίζας* (s)kerb(h) «κάμπτω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”